Με θέσεις που χαρακτηρίστηκαν από την κατηγορούσα Αρχή ως απαράδεκτες, η υπεράσπιση του κατηγορούμενου 71χρονου Σιμόν Αϊκούτ που κατηγορείται για υπόθεση σφετερισμού ελληνοκυπριακών περιουσιών στα κατεχόμενα, επιχειρηματολόγησε για τις προδικαστικές ενστάσεις που καταχώρισε. Όπως έγινε και σε άλλη υπόθεση σφετερισμού με κατηγορούμενη την 49χρονη Γερμανίδα Ewa Isabella Kunzel, οι αγορεύσεις, πέραν από νομικά επιχειρήματα, είχαν αρκετές πολιτικές αναφορές. Το Κακουργιοδικείο θα ανακοινώσει την απόφασή του επί των προδικαστικών ενστάσεων στις 8 Νοεμβρίου.
Εκ μέρους της νομικής ομάδας που εκπροσωπεί τον Τουρκοεβραίο επιχειρηματία αγόρευσε η δικηγόρος Νικολέττα Χαραλαμπίδου η οποία, όπως εξήγησε, οι προδικαστικές ενστάσεις που ήγειρε η πλευρά του κατηγορουμένου αφορούν κυρίως τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου να εκδικάσει μιας τέτοιας φύσης υπόθεση και το εφαρμοστέο δίκαιο. Όπως ανέφερε, είναι θέση της υπεράσπισης είναι ότι δεν υπάρχει δικαιοδοσία του δικαστηρίου να συνεχίσει αυτή τη διαδικασία, δεδομένου ότι τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, και αφορούν αδικήματα κατά της περιουσίας, αφορούν σε περιουσία που βρίσκεται σε περιοχές μη ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
«Συνεπακόλουθα η συνέχιση της παρούσας διαδικασίας παραβιάζει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου. Παραβιάζει το δικαίωμα του κατηγορουμένου στη δίκαιη δίκη από αρμόδιο δικαστήριο, καθώς και το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία, δεδομένης της μέχρι τώρα κράτησής του για αποτροπή κινδύνου φυγοδικίας», πρόσθεσε η κ. Χαραλαμπίδου.
Σύμφωνα με τη συνήγορο υπεράσπισης, «σε καμιά περίπτωση δεν αμφισβητείται η κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ολόκληρο το έδαφός της. Εκείνο που λέμε είναι ότι η κυριαρχία δεν συμπίπτει, βάσει του δημόσιου διεθνούς εθνικού δικαίου, με τη δικαιοδοσία, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις και συνθήκες. Η Δημοκρατία από το 1974 δεν ελέγχει τις μη ελεγχόμενες από την κυβέρνηση περιοχές. Άρα, είναι διαφορετικό να μιλούμε για κυριαρχία. Ζητούμε από το δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσον η κυβέρνηση ασκεί δικαιοδοσία στις μη ελεγχόμενες περιοχές».
Η κ. Χαραλαμπίδου επικαλέστηκε αποφάσεις του ΕΔΑΔ, σύμφωνα με τις οποίες, όπως είπε, κρίθηκε ότι, το «σύνταγμα της μη αναγνωρισμένης 'τδβκ' δεν μπορεί να αναιρέσει τα δικαιώματα των Ε/Κ στα κατεχόμενα». «Το ΕΔΑΔ δεν έκρινε την υπόθεση στη βάση του διεθνούς δημοσίου δικαίου αλλά υπό το φως της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, αποδεχόμενο κανονιστική δικαιοδοσία της 'τδβκ' ανεξαρτήτως αναγνώρισης», διευκρίνισε.
Σύμφωνα με την κ. Χαραλαμπίδου, «οι κατηγορίες με τις οποίες είναι αντιμέτωπος ο κατηγορούμενος θα μπορούσαν δυνητικά να αφορούν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού στις κατεχόμενες περιοχές, όπου δεν μπορούν να εφαρμοστούν οι νόμοι της ΚΔ, κάνοντας λόγο για ανασφάλεια δικαίου καθώς δεν μπορούν να γνωρίζουν τι είναι νόμιμο και τι παράνομο. Πρόσθεσε ότι με βάση τους κανόνες της Χάγης, η Τουρκία, ως παράνομη κατοχική δύναμη στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, διαθέτει «εξουσία» ώστε να ρυθμίζεται η καθημερινή ζωή των κατοίκων.
Σημείωσε ότι τα αδικήματα που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος βασίζονται σε νόμους του 2005 και το 2006 και ότι δεν ίσχυαν το 1974 όταν έγινε η τουρκική εισβολή.
«Νομοθετεί η κατοχική δύναμη»
Ανέφερε τέλος ότι, «είναι η κατοχική δύναμη που μπορεί να νομοθετεί για την υπό κατοχή περιοχή και ότι είναι τα δικαστήρια των κατεχόμενων περιοχών που έχουν δικαιοδοσία να κρίνουν ζητήματα τα οποία εγείρονται σε εκείνες τις περιοχές». Τόνισε ότι «οι Ελληνοκύπριοι ιδιοκτήτες έχουν κάθε δικαίωμα να διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους έναντι της Τουρκίας σύμφωνα με το αποτελεσματικό ένδικο μέσο το οποίο θεσπίστηκε ακριβώς για αυτό το σκοπό, την επιτροπή των περιουσιών που ισχύει και εδρεύει στα κατεχόμενα».
Υπονόμευση κρατικής υπόστασης
Εκ μέρους της κατηγορούσας Αρχής αγόρευσε η εισαγγελέας της Δημοκρατίας Έλενα Κλεόπα, η οποία τόνισε ότι με τις προδικαστικές ενστάσεις που έχουν εγερθεί από την υπεράσπιση αμφισβητείται η δικαιοδοσία των δικαστηρίων της Δημοκρατίας να εκδικάζουν υποθέσεις που άπτονται αδικημάτων που συντελούνται στις κατεχόμενες από την Τουρκία περιοχές. «Καθίσταται σαφές ότι στον πυρήνα του, το όλο ζήτημα άπτεται της ίδιας της κρατικής υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέρος του εδάφους της οποίας τελεί από το 1974 υπό την κατοχή των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων ως αποτέλεσμα της παράνομης τουρκικής εισβολής. Η αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας του Κακουργιοδικείου, στο πλαίσιο που τίθεται από την υπεράσπιση, υπονομεύει την ίδια την κρατική υπόσταση της Δημοκρατίας και δη της ικανότητας ενός διεθνώς αναγνωρισμένου κράτους να επιβάλλει τους νόμους του και να λειτουργεί ως κυρίαρχη οντότητα στο ίδιο το έδαφός του», επεσήμανε στην αγόρευσή της η κ. Κλεόπα.
Σύμφωνα με την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, «το άρθρο 5(1) του Κεφ. 154 προνοεί ότι «5.-(1) Ο Ποινικός Κώδικας και οποιοσδήποτε άλλος νόμος που συνιστά αδίκημα, εφαρμόζονται σε όλα τα αδικήματα τα οποία διαπράχτηκαν- (α) εντός του εδάφους της Δημοκρατίας...». Το εν λόγω άρθρο προβλέπει, δηλαδή, ρητώς τις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες δύναται να αναγνωριστεί η δικαιοδοσία των κυπριακών ποινικών δικαστηρίων και, κατά συνέπεια, να εφαρμοστεί η κυπριακή ποινική νομοθεσία. Ομοίως στο άρθρο 20 του περί Δικαστηρίων Νόμου [Ν.14/60] προβλέπεται η δικαιοδοσία των Κακουργιοδικείων [το οποίο προνοεί ότι: «20.-(1) Τηρουμένου του άρθρου 156 του Συντάγματος, έκαστον Κακουργιοδικείον θα έχη δικαιοδοσίαν να δικάζει όλα τα αδικήματα τα τιμωρούμενα υπό του Ποινικού Κώδικος ή οιουδήποτε άλλου νόμου, τα οποία διεπράχθησαν- (α) εντός των ορίων της Δημοκρατίας... .»].
Παραμένει κυρίαρχη
Σε άλλο σημείο της αγόρευσής της η κ. Κλεόπα ανέφερε ότι «η παράνομη τουρκική εισβολή το 1974 και η έκτοτε συνεχιζόμενη παράνομη κατοχή μέρους του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία, επέφερε, ασφαλώς, την αλλαγή των πραγματικών δεδομένων επί του εδάφους, και δη την αποστέρηση της δυνατότητάς της, προσωρινά, να ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο στο τμήμα αυτό. Το ότι το βόρειο μέρος της Κύπρου βρίσκεται υπό την κατοχή της Τουρκίας αποτελεί ασφαλώς αδιαμφισβήτητο γεγονός. Η Κυπριακή Δημοκρατία παραμένει κυρίαρχη επί ολόκληρου του εδάφους της και η ούτω καλούμενη «ΤΔΒΚ» αντιμετωπίζεται ως μια παράνομη οντότητα. Περαιτέρω, οι κατεχόμενες περιοχές συνιστούν έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία, ως ένα νομίμως συσταθέν και ανεξάρτητο κράτος, έχει κυριαρχία σε όλη την εδαφική επικράτεια της. Το κατοχικό μόρφωμα που παράνομα δημιουργήθηκε δεν έχει κρατική υπόσταση, αλλά ενεργεί ως μια de facto«τοπική διοίκηση» των κατεχομένων, εξ ολοκλήρου υποτελής στην Τουρκία».
Απαράδεκτες θέσεις
Η κατηγορούσα Αρχή τόνισε ότι «απορρίπτει κατηγορηματικά τις απαράδεκτες θέσεις της υπεράσπισης, αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι η Κυπριακή Δημοκρατία και τα νομίμως συσταθέντα δικαστήριά της δεν έχουν δικαιοδοσία επί παρανόμων, ποινικώς κολάσιμων, πράξεων τελουμένων εις βάρος ακίνητης ιδιοκτησίας Ελληνοκυπρίων στα κατεχόμενα. Η θέση μας ότι η Κυπριακή Δημοκρατία και συνακόλουθα το παρόν Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας να δικάσει την παρούσα υπόθεση. Πρόσθεσε ότι τα δικαστήρια της Δημοκρατίας, τόσο σε πρώτο βαθμό όσο και κατ' έφεση, έχουν ήδη εκδικάσει ποινικές υποθέσεις αναφορικά με αδικήματα που έλαβαν χώρα κατά παράβαση του κυπριακού δικαίου σε κατεχόμενα εδάφη, γεγονός που καταδεικνύει την αναγνώριση δικαιοδοσίας, η οποία ως ζήτημα δημόσιας τάξης εξετάζεται -και- αυτεπάγγελτα από το ίδιο το δικαστήριο». Σύμφωνα με την κ. Κλεόπα, ένα ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, διεθνώς αναγνωρισμένο, όχι μόνο έχει δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση να εφαρμόσει το νόμο στο σύνολο της επικράτειάς του και να προστατεύσει τους φορείς ατομικών δικαιωμάτων.
Όπως ανέφερε η εκπρόσωπος της κατηγορούσας Αρχής, αποτελεί θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας ότι η περιορισμένη εξουσία που ασκεί, ως κατοχική δύναμη, η Τουρκία, διά της έκδοσης συγκεκριμένων 'πράξεων' στις περιοχές τις οποίες ελέγχει στρατιωτικά, ουδόλως παρεμποδίζει ή περιορίζει ή αποκλείει την άσκηση κανονιστικής δικαιοδοσίας και δικαιοδοσίας επιβολής από το κυρίαρχο κράτος, δηλαδή την Κυπριακή Δημοκρατία στο σύνολο της επικράτειάς της.